Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απομόνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 l'isola`re ~m~; isolame`nto ~m~; segregazio`ne ~f~ ζει σε πλήρη απομόνωση==vive in totale isolamento
2 repa`rto ~m~ di isolame`nto; cella ~f~ di isolame`nto ο ασθενής βρίσκεται την απομόνωση==il malato si trova nel reparto di isolamento | τον έκλεισαν στην απομόνωση==l'hanno chiuso in una cella di isolamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απομονώνω απομονώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---