Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπομονώνομαι
ρήμα παθητικό 1 isola`rsi 2 ritira`rsi 3 segrega`rsi απομονώνω ρήμα μεταβατικό isola`re; segrega`re απομονώνω έναν ιό==isolare un virus | οι συμμαθητές του προσπαθούν να τον απομονώσουν==i suoi compagni di scuola cercano di isolarlo | απομόνωσαν τους πάσχοντες από μολυσματική νόσο==segregarono i malati contagiosi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |