απολαυστικός
επίθετο
1 grade`vole; piace`vole; dilette`vole; delizio`so απολαυστικό κρασί==vino dal sapore piacevole
2 diverte`nte; spasso`so μια απολαυστική κωμωδία==una commedia spassosa
απολαυστικότατος
επίθετο
superlativo di [απολαυστικός]
απολαυστικώτατος
επίθετο
superlativo di [απολαυστικός]
απολαυστικότερος
επίθετο
comparativo di [απολαυστικός]
απολαυστικώτερος
επίθετο
comparativo di [απολαυστικός]
επίθετο
1 grade`vole; piace`vole; dilette`vole; delizio`so απολαυστικό κρασί==vino dal sapore piacevole
2 diverte`nte; spasso`so μια απολαυστική κωμωδία==una commedia spassosa
απολαυστικότατος
επίθετο
superlativo di [απολαυστικός]
απολαυστικώτατος
επίθετο
superlativo di [απολαυστικός]
απολαυστικότερος
επίθετο
comparativo di [απολαυστικός]
απολαυστικώτερος
επίθετο
comparativo di [απολαυστικός]
permalink
απολαυστικός [επίθ.]
απολαυστικότατος [επίθ.]
απολαυστικότερος [επίθ.]
απολαυστικώτατος [επίθ.]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android