Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπολαυστικός
επίθετο 1 grade`vole; piace`vole; dilette`vole; delizio`so απολαυστικό κρασί==vino dal sapore piacevole 2 diverte`nte; spasso`so μια απολαυστική κωμωδία==una commedia spassosa απολαυστικότατος επίθετο superlativo di [απολαυστικός] απολαυστικότερος επίθετο comparativo di [απολαυστικός] απολαυστικώτατος επίθετο superlativo di [απολαυστικός] απολαυστικώτερος επίθετο comparativo di [απολαυστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |