Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόκρουφος
επίθετο

variante di [απόκρυφος]

απόκρυφος  
επίθετο

1 occu`lto; reco`ndito; segre`to; nasco`sto
2 religione apo`crifo τα απόκρυφα Ευαγγέλια==i Vangeli apocrifi | απόκρυφα βιβλία==libri apocrifi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόκρουφα αποκρούω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---