Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποχωρισμός
ουσιαστικό αρσενικό separazio`ne ~f~; dista`cco ~m~; commia`to ~m~ είναι πάντα θλιβερή η ώρα του αποχωρισμού==il momento del distacco è sempre triste permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |