Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχωρισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

separazio`ne ~f~; dista`cco ~m~; commia`to ~m~ είναι πάντα θλιβερή η ώρα του αποχωρισμού==il momento del distacco è sempre triste

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχωρισμένος αποχωρώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---