Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχώρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 riti`ro ~m~ η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχικής==ritiro delle truppe d'occupazione
2 dimissio`ni ~fp~ η αποχώρησή του από την κυβέρνηση προκάλεσε αίσθηση==la sua uscita dal governo ha destato sensazione
3 militare ritira`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχυμωτής αποχωρητήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---