Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποψιλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 depila`re
2 terreno disbosca`re; denuda`re; spoglia`re della vegetazio`ne οι πυρκαγιές αποψίλωσαν τις πλαγιές του βουνού==gli incendi hanno bruciato i pendii del monte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποψιλωμένος αποψίλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---