Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόψεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός vedu`te ~fp~ οι απόψεις τους διίστανται==le loro opinioni divergono | ανταλλαγή απόψεων==scambio di idee άποψη ουσιαστικό θηλυκό 1 vedu`ta ~f~; vista ~f~; panora`ma ~m~ πανοραμική άποψη της Αθήνας==veduta panoramica di Atene | άποψη της Φλωρεντίας==panorama di Firenze 2 γνώμη pare`re ~m~; punto ~m~ di vista; opinio`ne ~f~; ide`a ~f~ από μια άποψη==da un certo punto di vista | άτομο με άποψη==persona che ha delle opinioni precise | από κάθε άποψη==sotto tutti gli aspetti; da ogni punto di vista | από θεωρητική άποψη==teoricamente parlando permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπό μιά άποψη = in un certo senso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |