Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχωρώ  
ρήμα αμετάβατο

usci`re; anda`rsene; ritira`rsi; allontana`rsi; abbandona`re αποχώρησε έξαλλη από τν δεξίωση==se ne andò molto adirata dal ricevimento | αποχώρησαν από την αίθουσα των συνεδριάσεων σε ένδειξη διαμαρτυρίας==si allontanarono dalla sala del consiglio in segno di proteste | αποχώρησε από τις τάξεις του κόμματος==ha abbandonato le file del partito | αποχώρησε από τον αγώνα==si è ritirato dalla gara

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχωρισμός απόψε  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---