Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόψυξη  
ουσιαστικό θηλυκό

sbriname`nto ~m~ κάνω απόψυξη σε ένα ψυγείο==sbrinare un frigo

απόψυξις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απόψυξη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποψυγμένος αποψύχω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---