Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποψίλωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 depilazio`ne ~f~ 2 terreno disboscame`nto ~m~; denudame`nto ~m~ αποψίλωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αποψίλωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |