Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απραξία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 inattività ~f~; inoperosità ~f~; inazio`ne ~f~
2 economia stagnazio`ne ~f~; rista`gno ~m~
3 medicina aprassi`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απρακτώ άπραχτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---