Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Απρίλης
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [Απρίλιος ^-ου, ο^]

Απρίλιος  
ουσιαστικό αρσενικό

apri`le ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απρεπώς απροαιρεσία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---