Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανοησία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sciocche`zza ~f~; stupidità ~f~; insensate`zza ~f~; stupida`ggine ~f~ η ανοησία δεν έχει όρια==la stupidità non ha limiti
2 azio`ne ~f~, disco`rso ~m~ stu`pido; sciocche`zza ~f~; stupidità ~f~; insensate`zza ~f~; stupida`ggine ~f~ πάψε να λες ανοησίες!==smettila di dire stupidaggini!

ανοησίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 ciarpa`me ~m~
2 cose ~fp~ da matti

ανοησίες!
επιφώνημα

1 un corno!
2 fando`nie!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άνοδος ανοητεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---