Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανοιγοκλείνω
ρήμα μεταβατικό apri`re e chiu`dere ανοιγοκλείνω τα μάτια==aprire e chiudere gli occhi || sbattere le ciglia ανοιγοκλειώ ρήμα μεταβατικό variante di [ανοιγοκλείνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |