Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνοιγμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 apertu`ra ~f~; l'apri`re ~m~ το άνοιγμα της πόρτας==l'aprire una porta
2 apertu`ra ~f~; fessu`ra ~f~; fenditu`ra ~f~; spaccatu`ra ~f~; sconnessu`ra ~f~ υπάρχει ένα άνοιγμα στο φράχτη==c'è un'apertura nello steccato
3 apertu`ra ~f~; ampie`zza ~f~; larghe`zza ~f~ το άνοιγμα του κόλπου==l'ampiezza del golfo
4 apertura ~f~; inaugurazione ~f~; inizio ~f~ το άνοιγμα τον σχολείων==l'apertura delle scuole | άνοιγμα πύρος==l'aprire il fuoco
5 apertu`ra ~f~; fioritu`ra ~f~ το άνοιγμα των μπουμπουκιών==lo sbocciare delle gemme
6 apertu`ra ~f~; usci`ta ~f~; varco ~m~
7 politica apertu`ra ~f~; disponibilità ~f~ η κυβέρνηση αποφάσισε να πραγματοποιήσει άνοιγμα προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου==il governo ha deciso un'apertura verso i Paesi del Terzo Mondo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άνοια ανοιγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---