Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανοίγομαι
ρήμα παθητικό 1 marineria pre`ndere il largo; anda`re al largo; allontana`rsi dalla costa η βάρκα ανοίχτηκε πολύ==la barca si è spinta molto al largo 2 allarga`rsi; este`ndersi; espa`ndere la pro`pria attività η εταιρεία αποφάσισε να ανοιχτεί και στον τομέα των εξαγωγών==l'impresa ha deciso di estendere la propria attività al settore delle esportazioni 3 ((figurato)) allarga`rsi nelle spese; spe`ndere troppo με την κρίση που υπάρχει, δεν πρέπει να ανοίγεται κανείς==con la crisi attuale, non ci si dovrebbe allargare nelle spese 4 ((figurato)) apri`rsi; confida`rsi; sbottona`rsi είναι άνθρωπος που δεν ανοίγεται==è un tipo che non si sbottona | μην ανοίγεσαι τόσο εύκολα σε αγνώστους!==non aprirti così facilmente con gli sconosciuti! ανοίγω ρήμα μεταβατικό 1 apri`re ανοίγω ένα βιβλίο==aprire un libro | ανοίγω την πόρτα==aprire la porta | ανοίγω τη βρύση==aprire il rubinetto 2 apri`re; stura`re; stappa`re ανοίγω ένα μπουκάλι μπίρα==stappare una bottiglia di birra | ανοίγω ένα μπουκάλι σαμπάνια==stappare una bottiglia di champagne 3 apri`re; inaugura`re άνοιξα ένα νέο κατάστημα==ho aperto un nuovo negozio | τη Δευτέρα θα ανοίξουν την έκθεση==la mostra sarà aperta lunedì 4 apri`re; scava`re ανοίγω ένα πηγάδι==scavare un pozzo | άνοιξαν ένα τούνελ==hanno aperto un tunnel 5 riapri`re; to`gliere gli ostaco`li άνοιξαν το δρόμο καθαρίζοντας το χιόνι==hanno aperto la strada pulendo la neve 6 spazia`re ανοίγω τις λέξεις==spaziare le parole 7 allarga`re πρέπει να ανοίξεις λίγο το σακάκι στους ώμους==devi allargare un po' la giacca sulle spalle | έκοψαν τα δέντρα για ν' ανοίξουν το δρόμο==hanno tagliato gli alberi per allargare la strada 8 apri`re; fora`re ανοίγω τρύπα με το τρυπάνι==praticare un foro con il trapano 9 schiari`re ανοίγω ένα χρώμα==schiarire un colore 10 φώτα acce`ndere άνοιξε την τηλεόραση!==accendi il televisore! | άνοιξε το φως!==accendi la luce! 11 banca apri`re ανοίγω λογαριασμό==aprire un conto ανοίγω ρήμα αμετάβατο 1 apri`rsi η πληγή άνοιξε και πάλι==la ferita si è aperta di nuovo | η πόρτα ανοίγει με δυσκολία==la porta si apre con difficoltà 2 apri`re; dare; guarda`re τα παράθυρα ανοίγουν στη θάλασσα==le finestre danno sul mare 3 apri`rsi; incomincia`re; inizia`re σε λίγες μέρες ανοίγουν τα σχολεία==fra pochi giorni si aprono le scuole 4 fiore apri`rsi; sboccia`re άνοιξαν τα πρώτα άνθη==sono sbocciati i primi fiori 5 meteo schiari`rsi; rasserena`rsi; migliora`re άνοιξε ο ουρανός==il cielo si è schiarito | ο καιρός ανοίγει σιγά σιγά==il tempo tende a migliorare 6 cose apri`rsi; ro`mpersi; spacca`rsi με το σεισμό, ο τοίχος άνοιξε σε πολλά σημεία==a causa del terremoto, il muro si è spaccato in più punti | άνοιξαν τα παπούτσια του==le sue scarpe si sono rotte 7 schiari`rsi; scolori`rsi άνοιξε το ύφασμα της τέντας==la tenda si è scolorita ανοιώ ρήμα μεταβατικό variante di [ανοίγω] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαάντε ν' ανοίξεις = vai ad aprire Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |