Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάνοια
ουσιαστικό θηλυκό 1 stolte`zza ~f~; stupidità ~f~ 2 medicina deme`nza ~f~ η γεροντική άνοια==demenza senile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |