Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανόθευτος  
επίθετο

non adultera`to; genui`no; pu`ro ανόθευτο κρασί==vino non adulterato; vino genuino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανοήτως άνοια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---