Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανοδίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 anodizzazio`ne ~f~
2 ossidazio`ne ~f~ ano`dica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανοδιώνω ανόδοντα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---