Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανερμάτιστος  
επίθετο

1 marineria di nave insta`bile; senza zavo`rra
2 ((figurato)) insta`bile; volu`bile ανερμάτιστος άνθρωπος==persona volubile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανερευνώ ανερούσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---