Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάνεσες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός le comodità ~fp~; il comfort ~m~ σπίτι με όλες τις ανέσεις==casa con tutte le comodità άνεση ουσιαστικό θηλυκό 1 disinvoltu`ra ~f~; spigliate`zza ~f~ μιλώ με άνεση μια ξένη γλώσσα==parlare con disinvoltura una lingua straniera | η άνεση στους τρόπους==spigliatezza, disinvoltura di modi 2 comodità ~f~; a`gio ~m~; bene`ssere ~m~ μόνο την άνεση του κοιτάζει==pensa solo alle sue comodità; pensa solo ai suoi comodi | κάνε τη δουλειά με την άνεσή σου!==fa' pure il lavoro con comodo! | με όλη σας την άνεση==con tutto vostro agio 3 agiate`zza ~f~; bene`ssere ~m~ οικονομική άνεση==agiatezza economica permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι άνεσεις [f.] = i comfort [αρσ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |