Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανέρχομαι
ρήμα παθητικό 1 sali`re; monta`re 2 ((figurato)) sali`re; avanza`re ανέρχομαι κοινωνικά==salire nella scala sociale 3 χρήματα ammonta`re τα χρέη του ανέρχονται σε δύο εκατομμύρια ευρώ==i suoi debiti ammontano a due milioni di euro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |