Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ανέραστος
επίθετο
1
non ama`to
2
incapace di ama`re, di e`ssere ama`to
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ανεπτυγμένος
ανεράφτω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ανεπνιά
[θηλ.ουσ]
ανεπούλωτος
[επίθ.]
ανεπρόκοπος
[επίθ.]
ανεπτυγμένος
[επίθ.]
ανεπτυγμένος
[ουσ αρσ ]
ανέραστος
[επίθ.]
ανεράφτω
[ρ. μτβ.]
ανεργία
{χωρ. πληθ...
άνεργος
[επίθ.]
ανερευνώ
ipf ανερευ...
ανερμάτιστος
[επίθ.]
ανερούσα
[θηλ.ουσ]
ανέρπω
[ρ. μτβ.]
ανερυθρίαστος
[επίθ.]
ανερυθροψία
[θηλ.ουσ]
ανέρχομαι
(ανήλθα) {...
ανερχόμενος
[επίθ.]
ανέρωτος
[επίθ.]
ανερωτώ
αναρωτάς, ...
ανέσα
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis