Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανεργία
ουσιαστικό θηλυκό disoccupazio`ne ~f~ βγήκε στην ανεργία πριν από έξι μήνες==è rimasto disoccupato sei mesi fa | η μάστιγα της ανεργίας==il flagello, la piaga della disoccupazione permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο ταμείο ανεργίας = sussidio [αρσ.] di disoccupazione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |