Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανεπτυγμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αναπτύσσω] 2 sviluppa`to; cresciu`to είναι αρκετά ανεπτυγμένος για την ηλικία του==è abbastanza sviluppato per la sua età 3 co`lto; istrui`to; forma`to 4 sviluppa`to; progredi`to; evolu`to; avanza`to η βιομηχανία της χώρας δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη==l'industria nazionale non è abbastanza sviluppata ανεπτυγμένος ουσιαστικό αρσενικό variante di [αναπτυγμένος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |