Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεπιφύλακτος  
επίθετο

incondiziona`to; senza rise`rve; senza condizio`ni ανεπιφύλακτος υποστήριξη==appoggio incondizionato | ανεπιφύλακτη αποδοχή==approvazione incondizionata

ανεπιφύλαχτος
επίθετο

variante di [ανεπιφύλακτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεπιφύλακτα ανεπιφύλαχτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---