Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεψιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανεψιός ^-ού, ο^]
2 nipo`te ~f~ di zi`i

ανεψιός  
ουσιαστικό αρσενικό

nipo`te ~m~ di zi`i

ανίψι
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [ανεψιός ^-ού, η^]

ανιψιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ανεψιά ^-άς, η^]

ανιψιός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανιψιός ^-ού, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεχτός ανεψίδιον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---