Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανελέητος  
επίθετο

impieto`so; incleme`nte; spieta`to; crude`le; senza miserico`rdia

ανηλεής
επίθετο

variante di [ανηλέος ^-η, -ο^]

ανηλέητος
επίθετο

variante di [ανελέητος ^-η, -ο^]

ανήλεος
επίθετο

lo stesso che [ανελέητος ^-η, -ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανελέητα ανελευθερία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---