Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανέλκυση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 marineria ricu`pero ~m~ (di una nave)
2 marineria disinca`glio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανελίσσω ανελκυστήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---