Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανελλιπής
επίθετο 1 senza vuo`ti; senza lacu`ne; inte`ro; comple`to ο κατάλογος ήταν ανελλιπής ==l'elenco era completo 2 conti`nuo; costa`nte; ininterro`tto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |