Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανελκυστήρας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ascenso`re ~m~ ο ανελκυστήρας δεν λειτουργεί==l'ascensore non funzione; l'ascensore è fuori servizio; l'ascensore è fuori uso
2 elevato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανέλκυση ανελκύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---