Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανέλπιστος  
επίθετο

inspera`to; inatte`so ανέλπιστη τύχη==fortuna inattesa

ανόλπιστος
επίθετο

variante di [ανέλπιστος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανελλιπώς ανεμαζώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---