Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανήκεστος  
επίθετο

irrimedia`bile; irrepara`bile ανήκεστη βλάβη της υγείας==danno irreparabile, permanente alla salute

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άνηθος ανήκουστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---