Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανηθικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 amoralità ~f~
2 immoralità ~f~; azio`ne ~f~ immora`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανήθικος άνηθο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---