Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανήκουστος  
επίθετο

inaudi`to; incredi`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανήκεστος ανήκω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είναι ανήκουστο = è inaudito!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---