Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανήκω  
ρήμα αμετάβατο

1 appartene`re (a); e`ssere di proprietà (di) αυτό το σπίτι μού ανήκει==questa casa mi appartiene
2 appartene`re (a); far parte (di) ανήκει σε μια θρησκευτική οργάνωση==fa parte di un'organizzazione religiosa | αυτά ανήκουν στο παρελθόν==sono cose del passato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανήκουστος ανήκων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---