Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεκτίμητος  
επίθετο

1 non anco`ra valuta`to, stima`to οι ζημιές που προκάλεσε ο σεισμός είναι ανεκτίμητες==non sono ancora stati stimati i danni provocati dal terremoto
2 inestima`bile; incalcola`bile ανεκτίμητη βοήθεια==aiuto inestimabile

ανεχτίμητος
επίθετο

variante di [ανεκτίμητος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεκτικώτερος ανεκτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---