Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανεκτικότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ανεκτικότητα] ανεκτικότητα ουσιαστικό θηλυκό indulge`nza ~f~; tollera`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |