Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβαθμολόγηση  
ουσιαστικό θηλυκό

scuola riesa`me ~m~ di una prova scritta (esegui`to da un professo`re terzo)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβαθμολογημένος αναβαθμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---