Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβαλλόμενος  
επίθετο

participio passato del verbo [αναβάλλω]

αναβαλλόμενος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ramanzi`na ~f~
2 rimbro`tto ~m~
3 sbriglia`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβαίνω αναβάλλω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---