Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβάλλω  
ρήμα μεταβατικό

rimanda`re; rinvi`are; differi`re αναβάλλω ένα ταξίδι==rimandare un viaggio | αναβάλλω μια δίκη==rinviare un processo

αναβάνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναβάλλω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβαλλόμενος Αναβάλλων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---