Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβάθμιση  
ουσιαστικό θηλυκό

migliorame`nto ~m~; valorizzato`re ~m~; migliori`a ~f~ η αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης==il miglioramento dell'istruzione pubblica | η αναβάθμιση του ρόλου του καθηγητή==la valorizzazione del ruolo dell'insegnante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβαθμίζω αναβαθμισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---