Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναβαθμίζω  
ρήμα μεταβατικό

valorizza`re; re`ndere miglio`re; eleva`re; alza`re il live`llo αναβαθμίζω μια προβληματική περιοχή==valorizzare una zona depressa | αναβαθμίζω την ποιότητα ζωής==migliorare la qualità della vita | αναβαθμίζω την τοπική αυτοδιοίκηση==accrescere il potere delle autorità locali

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναβαθμιδα αναβάθμιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---