Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άλαλος  
επίθετο

1 mu`to
2 ammutoli`to; senza paro`le έμεινε άλαλος μπροστά στο θέαμα==rimase ammutolito di fronte a questo spettacolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλαλιασμένος αλαλούμ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---