Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλαλούμ
ουσιαστικό ουδέτερο confusio`ne ~f~; diso`rdine ~m~; scompi`glio ~m~; disorganizzazio`ne ~f~ γίνεται αλαλούμ στη δημόσια διοίκηση==c'è una grande disorganizzazione nella pubblica amministrazione | στο γραφείο επικρατούσε αλαλούμ==in quell'ufficio regnava una gran confusione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |