Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλάνα
ουσιαστικό θηλυκό spazio aperto in zona disabitata; spiazzo; campetto τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στην αλάνα==i bambini giocavano a pallone nel campetto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |