Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλανιάρης  
επίθετο

1 vagabo`ndo; barbo`ne
2 che si dà agli stravi`zi; che gozzovi`glia

αλανιάρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αλανιάρης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλανιάρα αλάνισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---