Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλατίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 sala`re; cospa`rgere di sale
2 ((figurato)) re`ndere piace`vole; dare sapo`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλατιέρα αλάτισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---