Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλάργα
επίρρημα ((popolare)) alla larga; lonta`no αλάργα από δαύτον!==alla larga da lui! | αλάργα απ' τη στεριά==lontano dalla costa | αλάργα στο πέλαγος==al largo | αλάργα αλάργα==di tanto in tanto; non spesso αλάργο επίρρημα variante di [αλάργα] αλάργου επίρρημα variante di [αλάργα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |